- λειμωνόθεν
- λειμωνόθενfrom a meadowindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειμωνόθεν — και λειμωνόθε (Α) επίρρ. από το λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ουρανό θεν, χειμωνό θεν)] … Dictionary of Greek
λειμωνόθε — λειμωνόθεν from a meadow indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek